- σαφηνής
- (I)-ές, ΝΑ, και δωρ. τ. σαφανής Ασαφής («λόγος κρατεῑ σαφηνὴς τοῡτο κοὐκ ἑνὶ στάσις», Σοφ.)αρχ.το ουδ. ως ουσ. τo σαφηνέςη απλή και καθαρή αλήθεια.επίρρ...σαφηνῶς και ιων. τ. σαφηνέως Α(συν. με λεκτικά ρήματα) με σαφήνεια, με βεβαιότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάφα* + -ηνής (< *ἆνος «όψη, πρόσωπο»), πρβλ. προσ-ηνής, με έκταση λόγω συνθέσεως (βλ. και λ. πρηνής)].————————(II)-ές, Ν1. φρ. «σαφηνής φλέβα»ανατ. καθεμία από τις δύο φλέβες που συλλέγουν το αίμα τού επιπολής φλεβικού δικτύου καθενός από τα κάτω άκρα (α. «μείζων σαφηνής φλέβα» β. «ελάσσων σαφηνής φλέβα»)2. φρ. «σαφηνές [ή μείζον σαφηνές] νεύρο» — κλάδος τού μηριαίου νεύρου, που πορεύεται μαζί με τη μείζονα σαφηνή φλέβα μέχρι το έσω χείλος τού άκρου ποδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. saphenous vein < saphena < αραβ. sāfīn].
Dictionary of Greek. 2013.